- σιδεροκέφαλος
- -η, -ο(συνήθως σε ευχή), ολόγερος, εντελώς υγιής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιδεροκέφαλος — και σιδηροκέφαλος, η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σιδερένιο κεφάλι 2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, ο σιδερένιος β) πεισματάρης, ισχυρογνώμονας 3. (η ονομ. τού αρσ. και τού θηλ. ως ευχή) σιδεροκέφαλος, η λέγεται ως ευχή για να στεριώσει ο… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κεφαλοδύναμος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό κεφάλι, κυρίως ισχυρό τράχηλο, σιδεροκέφαλος 2. αυτός που έχει γερή κράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. θεο δυναμος, χειρο δύναμος] … Dictionary of Greek
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek
σιδηροκέφαλος — η, ο, Ν βλ. σιδεροκέφαλος … Dictionary of Greek